- αγωνάρχης
- ἀγωνάρχης, ο (Α)κριτής αγώνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγών + ἄρχω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγωνάρχης — judge of a contest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνάρχαι — ἀγωνάρχης judge of a contest masc nom/voc pl ἀγωνάρχᾱͅ , ἀγωνάρχης judge of a contest masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωνάρχην — ἀγωνάρχης judge of a contest masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωνοδίκης — ἀγωνοδίκης, ο (Α) κριτής αγώνων, ἀγωνάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγὼν + δίκη] … Dictionary of Greek
αγωνοθέτης — Εκείνος που έκρινε, μαζί με άλλους α., τις διαφορές στους αγώνες στην αρχαία Ελλάδα και έδινε τα έπαθλα. Στους ομηρικούς χρόνους, αλλά και στους κατοπινούς, α. ήταν εκείνος που οργάνωνε έναν αγώνα. Στους μεγάλους όμως αγώνες, όπως τα Ίσθμια, τα… … Dictionary of Greek
αγώναρχος — ἀγώναρχος, ο (Α) βοιωτικός άρχοντας, ο αγωνάρχης στη Βοιωτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγών + ἀρχός] … Dictionary of Greek
αγώνας — Οι αρχαίοι ονόμαζαν στην αρχή α. τον τόπο συνάθροισης των πολιτών· αργότερα η λέξη κατέληξε να σημαίνει τον αθλητικό διαγωνισμό που γινόταν σε αυτό τον τόπο μπροστά στον λαό. Υπήρχαν α. διαφόρων ειδών και σε μερικές πόλεις τελούνταν ακόμα και… … Dictionary of Greek